κουβάλημα — το, ατος 1. μεταφορά, μετακόμιση. 2. αιφνίδια άφιξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κωλοκόβω — 1. κουράζω κάποιον από σήκωμα ή κουβάλημα μεγάλου βάρους 2. μέσ. κωλοκόβομαι με πονάει η μέση και η ράχη από σήκωμα ή κουβάλημα μεγάλου βάρους … Dictionary of Greek
κοβαλισμός — κοβαλισμός, ὁ (Α) η μεταφορά, το κουβάλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοβαλεύω ή ίσως από αμάρτυρο *κοβαλίζω] … Dictionary of Greek
κουβαλητικός — ή, ό [κουβαλητής] 1. σχετικός με τον κουβαλητή 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κουβαλητικά η αμοιβή για το κουβάλημα, τα αχθοφορικά … Dictionary of Greek
κόμισις — κόμισις, ἡ (Μ) [κομίζω] κουβάλημα … Dictionary of Greek
μεταφορά — Η πράξη του μεταφέρω. Η φράση εις μεταφοράν που χρησιμοποιείται στη λογιστική, αναφέρεται στο άθροισμα των ποσών μιας σελίδας που μεταγράφεται στην αρχή της επόμενης, με την παρατήρηση εκ μεταφοράς. Μ. εξάλλου ονομάζεται στη μουσική η αλλαγή… … Dictionary of Greek
σακατεύω — Ν [σακάτης] 1. καθιστώ κάποιον σακάτη, ανάπηρο, τού προκαλώ σοβαρή ή και ανεπανόρθωτη σωματική βλάβη 2. συνεκδ. α) χτυπώ, τραυματίζω κάποιον σοβαρά β) μτφ. καταπονώ, ταλαιπωρώ, εξαντλώ («με σακάτεψε στο κουβάλημα») 3. φρ. α) «τόν σακάτεψε στο… … Dictionary of Greek
Η Διώρυγα του Σ — Τεχνητός υδάτινος δρόμος με διαδρομή 161 χλμ. μέσα από τον ομώνυμο ισθμό, συνδέει τη Μεσόγειο (Ατλαντικός ωκεανός) με την Ερυθρά θάλασσα (Ινδικός ωκεανός). Σχέδια για τη σύνδεση των δύο θαλασσών χρονολογούνται από τη δεύτερη π.Χ. χιλιετία και… … Dictionary of Greek
κουβαλητικά — τα η αμοιβή για το κουβάλημα, η δαπάνη της μεταφοράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)